Sunday, April 23, 2006

Η Ευρυτανία κατά την Τουρκοκρατία και την Επανάσταση του 1821

Του Βαγγέλη Πλάκα

(εισαγωγή υπό έκδοση ιστορικού δοκιμίου για την Ευρυτανία την περίοδο της τουρκοκρατίας και της επανάστασης του 1821)

Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Η πτώση του Βυζαντίου και τα νέα δεδομένα για τον ελληνισμό

Ως ημερομηνία ορόσημο της οριστικής πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας θεωρείται η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς του Μωάμεθ του Β’ την 29η Μαϊου 1453. Η σταδιακή της εξασθένηση -που οδήγησε και στην τελική παρακμή της- είχε βέβαια ξεκινήσει αιώνες νωρίτερα με σημείο αναφοράς την άλωσή της από τους Σταυροφόρους το 1204. Η βυζαντινή αυτοκρατορία τελεί αρχικά υπό την διπλή κυριαρχία Οθωμανών και Βενετών και από τον 18ο αιώνα και εν συνεχεία μόνο των πρώτων.
Αναπόφευκτες και δραστικές οι επιπτώσεις στον Ελληνισμό επρόκειτο άλλωστε, πέρα από τα προνόμια και τις θρησκευτικές ελευθερίες που είχαν παραχωρηθεί, για σχέση κατακτητή και υπόδουλου. Φορολογία, διαφόρων ειδών καταπίεση, εξισλαμισμοί και παιδομαζώματα, πνευματικά και πολιτιστική υποβάθμιση συνθέτουν την κατάσταση που βιώνει ο υπόδουλος ελληνισμός ιδιαίτερα τον πρώτο ενάμιση αιώνα μετά την άλωση. Ωστόσο το ελληνικό στοιχείο, στοιχισμένο γύρω από την εκκλησία, θα διατηρηθεί αλλά θα καταφέρει και να αναπτυχθεί αρχής γενομένης τον 17ο και ιδιαίτερα τον 18ο αιώνα με την άνθηση γραμμάτων και τεχνών, του εμπορίου και της οικονομίας αλλά και την διείσδυσή Ελλήνων στη διοικητική μηχανή. Ο νεοελληνικός διαφωτισμός, η δράση της εκκλησίας και η διάσωση της ελληνικής ταυτότητας, η οικονομική άνθηση, η ανάπτυξη ελληνικών ένοπλων τμημάτων (αρματολοί και κλέφτες) και η εμπέδωση της ιδέας περί ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους από τον διεθνή παράγοντα ωρίμασαν και τις διαδικασίες για την εκδήλωση της απελευθερωτικής επανάστασης του 1821.

Η κατάληψη της περιοχής και τα ειδικά προνόμια
Η οθωμανική κατάληψη του Καρπενησίου και της ευρύτερης περιοχής συντελέστηκε το 1393 από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ. Ωστόσο η οθωμανική κυριαρχία δεν μπόρεσε να εδραιωθεί, ειδικά στον ορεινό όγκο των Αγράφων, κάτι που αποδίδεται και στις πολεμικές αντιμαχίες με το δεσποτάτο του Μοριά. Το 1446 ο Μουράτ ο Β’ επιστρέφοντας από την νικηφόρα μάχη του Ισθμού με τον δεσπότη Κωνσταντίνο Παλαιολόγο (10/12/1446) κατέλαβε οριστικά την περιοχή την οποία είχαν κατακτήσει έναν χρόνο πριν οι δυνάμεις του Μυστρά.
Ο Μουράτ ο Β’ αν και κατάφερε να εδραιώσει την οθωμανική επικυριαρχία δεν κατάφερε να καταλάβει τις δύσβατες περιοχές των Αγράφων. Αναγνώρισε έτσι σε αυτές διοικητική και οργανωτική αυτονομία –στο πρότυπο των αντίστοιχων συμφωνιών που είχαν συναφθεί από τα βυζαντινά χρόνια και όριζαν την μη εγγραφή των κατοίκων των Αγράφων στους φορολογικούς καταλόγους της αυτοκρατορίας . Με την εν λόγω συμφωνία ορίζονταν πως η ορεινή περιοχή έως και τη Φουρνά δεν θα εγγράφονταν στους επίσημους οθωμανικούς φορολογικούς καταλόγους όπως ότι δηλαδή συνέβαινε με κάθε περιοχή που καταλαμβάνονταν και προσαρτούνταν στην Αυτοκρατορία. Ωστόσο ο Μουράτ επέβαλε και για τα Άγραφα την καταβολή του ειδικού κεφαλικού φόρου αν και είχε συμβολικό χαρακτήρα καθώς αφενός το ύψος του ήταν ασήμαντο και στόχευε κυρίως στο να διαφανεί ότι αναγνωρίζονταν η οθωμανική αρχή αφετέρου στην πράξη ελάχιστες φορές καταβλήθηκε. Προέβλεπε ακόμη τη μη στρατολόγηση κατοίκων της περιοχής στον οθωμανικό στρατό.
Το κυριότερο όμως στοιχείο της συμφωνίας ήταν η ίδρυση του πρώτου «αρματολικιού» στον ελλαδικό χώρο. Συγκεκριμένα προβλεπόταν ο ορισμός από την οθωμανική αρχή ενός Έλληνα καπετάνιου ο οποίος θα είχε στη διάθεσή του στρατιωτική δύναμη και θα έφερε υπό την ευθύνη του την τήρηση της τάξης και τη διοίκηση της περιοχής .
Παρά τη συμφωνία των δύο πλευρών οι Οθωμανοί συνέχισαν τις προσπάθειές τους για κατάληψη του τόπου. Μια από αυτές το 1525 οπότε ο γενικός τοπάρχης της Ρούμελης εκστρατεύει από τη Λάρισα προς τα Άγραφα δίχως όμως επιτυχία. Με τη συγκατάθεση του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή υπογράφει στις 10 Μαϊου 1525 στο αγραφιώτικο χωριό Ταμάσι συνθήκη με επιτροπή τοπικών καπετάνιων, η οποία έγινε γνωστή ως η «συνθήκη του Ταμασίου» και προέβλεπε αύξηση των προνομιών για τους κατοίκους των Αγράφων. Συγκεκριμένα αναγνώριζε αυτονομία σε όλα τα χωριά των Αγράφων και διοίκηση υπό ειδικό συμβούλιο, απαγόρευε την εγκατάσταση τουρκικών οικογενειών και επέτρεπε την ελεύθερη επικοινωνία μεταξύ πεδινών και ορεινών μερών. Επέβαλε όμως την υποχρέωση πληρωμής προς την Πύλη ετήσιου φόρου –που στην πράξη και αυτός λιγοστές φορές καταβλήθηκε.
Οι κάτοικοι των Αγράφων βγήκαν εμφανώς ενισχυμένοι από την συμφωνία κάτι που εν τέλει ενδυνάμωσε τον κεντρικό ρόλο τους στην πνευματική και ένοπλη προετοιμασία της επανάστασης.

Διοικητική οργάνωση, πληθυσμός και καθημερινή ζωή
Σε ότι αφορά τη διοικητική οργάνωση οι Οθωμανοί αμέσως μετά την κατάκτηση της περιοχής ίδρυσαν την επαρχία Καρπενησίου η οποία υπάχθη στη διοικητική περιφέρεια (σαντζάκι) Τρικάλων με πρώτο διοικητή τον πιστό στρατηγό του Βαγιαζήτ, Εβρενός γνωστό και ως Γαζή. Η επαρχία Καρπενησίου το 1499 υπάχθηκε στην διοικητική περιφέρεια Ναυπάκτου όπου και παρέμεινε ως τα τέλη του 18ου αιώνα οπότε και η περιοχή περιήλθε στην επιρροή του Αλή Πασά καθεστώς που διατηρήθηκε έως τα χρόνια της επανάστασης.
Στις παραμονές της επανάστασης την ευρυτανική γη (με τα σημερινά όρια της) αποτελούσαν δύο επαρχίες, η επαρχία Καρπενησίου και η επαρχία Αγράφων. Η περιοχή των Αγράφων ήταν αδιαίρετη έως το 1833 και αποτελούνταν από περίπου 60 χωριά τα οποία εξ ημισείας ανήκαν στα γνωστά σήμερα ως Ευρυτανικά και Θεσσαλικά Άγραφα. Την επαρχία Καρπενησίου αποτελούσαν τέσσερις ομάδες χωριών (ναχιγιέδες) : τα Βλαχοχώρια, τα οποία αποτελούσαν 26 χωριά, β) τα Πολιτοχώρια αποτελούμενα από 20 χωριά, γ) τα χωριά του Σοβολάκου συνολικά 16 στον αριθμό και δ) του Αποκούρου, συνολικά 24 χωριά. Η περιοχή του Αποκούρου αναφέρεται και ως ξεχωριστή επαρχία αλλά στα χρόνια του Αλή Πασά υπάγονταν στην επαρχία Καρπενησίου.
Εκκλησιαστικά ανήκε στην επισκοπή Λιτζάς και Αγράφων η οποία είχε ως έδρα το Καρπενήσι και υπάγονταν στην Μητρόπολη Λάρισας.
Σε ότι αφορά τον πληθυσμό σύμφωνα με τον γάλλο περιηγητή Πούκεβιλ το 1810 υπήρχαν στο Καρπενήσι περί τις 1000 οικογένειες οι μισές από τις οποίες πρέπει να ήταν τουρκικές. Στις αρχές του 19ου αιώνα η Ρεντίνα και η Φουρνά είχαν περίπου 400, το Σμόκοβο 300, το Μεγάλο Χωριό, το Κρίκελο και το Μαυρίλο 150 και το Μικρό Χωριό περί τις 50. Πλην Καρπενησίου δεν υπήρχε οργανωμένος τουρκικός πληθυσμός αν και εκεί τα επόμενα χρόνια μειώθηκε δραματικά ώστε στις παραμονές της επανάστασης οι τουρκικές οικογένειες στο Καρπενήσι να μην ξεπερνούν τις 80. Την ίδια περίοδο οι ελληνικές οικογένειες στις δύο επαρχίες ανέρχονταν περί τις 9000 με τις 3222 να εντοπίζονται στην επαρχία Καρπενησίου και τις 5859 σε αυτήν των Αγράφων, από τις οποίες οι 1874 στο ευρυτανικό τομέα. Επομένως ο συνολικός πληθυσμός πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ 40 με 45 χιλιάδες ενώ αν επιχειρηθεί αναγωγή στα σημερινά διοικητικά όρια της Ευρυτανίας ο πληθυσμός πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ 15 με 20 χιλιάδες.
Οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και συναφή με αυτήν επαγγέλματα όπως το εμπόριο γαλακτοκομικών προϊόντων, σφαγίων, μαλλιού και δέρματος. Οι εμπορικές συναλλαγές γίνονταν σε οργανωμένα παζάρια στα οποία έβρισκε κανείς πέρα των παραπάνω προϊόντων προϊόντα της γης, εργαλεία, είδη οικιακής χρήσης κλπ.
Με την πάροδο των χρόνων και ειδικά μετά τον 17ο αιώνα, παράλληλα με την εντυπωσιακή πνευματικά ανάπτυξη εμφανίσθηκε και οικονομική πρόοδος. Στο Καρπενήσι και τη Φουρνά υπήρχαν εργοστάσια ξυλείας τα οποία κατασκεύαζαν βαρέλια, κουβάδες, εργαλεία και είδη οικιακής χρήσης. Στα χωριά λειτουργούσαν και νερόμυλοι για το άλεσμα. Άνθηση γνώρισε η τέχνη της μεταλλοτεχνίας η οποία εστιάστηκε στην κατασκευή εκκλησιαστικών αντικειμένων αλλά και στην κατασκευή εργαλείων όπως τσεκούρια, μαχαίρια κλπ. Σε βασικό οικονομικό-εμπορικό παράγοντα αναδείχθηκε και η υφαντουργία. Στην παραγωγή ξεχώρισαν βελέντζες, υφαντά, κάπες και κιλίμια αλλά και διακοσμητικά κεντητά και φορεσιές.
Μια ευκρινή εικόνα του Καρπενησίου του 17ου-18ου αιώνα μας δίνει ο τούρκος Εβλιά Τσελεμπί στο βιβλίο του «Ταξίδι στην Ελλάδα» : «Πρόκειται για επαρχία του νομού Ναυπάκτου (ινέμπαχτης), έχει δικαστή, νομάρχη (σαντζάκ-μπέη) και πολιτικό διοικητή. Είναι επίσης έδρα διαχειριστού, αρχηγού γενίτσαρων (σερντάρη), αγορονόμου εισπράκτορα κεφαλικού φόρου (χαράτς αγασί). Δικαστής είναι ένας από τους άρχοντες (ντεριμπέηδεες) της πόλης. Υπάρχουν πολλοί θεολόγοι. Η πόλη ολόκληρη βρίσκεται στην εξοχή και στα αμπέλια. Αποτελείται από μαχαλάδες και έχει πολυόροφα καλοχτισμένα αρχοντόσπιτα (σεράγια). Τα νερά της είναι κρυστάλλινα και υγιεινά. Έχει διοικητήριο και τέμενος με μιναρέ (μιχράπ). Έχει τζαμί που παραστέκεται στο παζάρι. Έχει τέμενος χωρίς μιναρέ (μερτζίτ) στους μαχαλάδες της, ένα ιεροδιδασκαλείο (μεντρεσέ), δημοτικό σχολείο και δύο τεκέδες. Δεν έχει αγορά αλλά μπορείς να βρεις όλα τα πολύτιμα εμπορεύματα στο παζάρι. Οι μπαχτσέδες και τα μποστάνια παράγουν αγγούρια και πολύ καλά κυδώνια. Οι ραγιάδες έχουν ρωμαίικη νοοτροπία: το σπίτι τους είναι φιλόξενο και το τραπέζι τους στρωμένο με άφθονα και καλά τρόφιμα. Οι περισσότεροι είναι έμποροι με πάρε δώσε τα λιμάνια Ναυπάκτου και Σαλώνων».

Ανάπτυξη. Ναι αλλά πως;

Του Βαγγέλη Πλάκα
(Απρίλιος 2006)

Σήμερα δεν θα μιλήσουμε με αριθμούς και ποσοστά, τα οποία έχουμε επικαλεστεί πολλάκις στο παρελθόν ειδικά προς επίρρωση των προβληματισμών που αναπτύσσουμε για την ανάπτυξη και το μέλλον του Καρπενησίου και συνολικά της Ευρυτανίας.

Θα μιλήσουμε με ‘’κοινό νου’’. Για τα προβλήματα του σήμερα αλλά κυρίως για το πώς τα προβλήματα αυτά αφενός θα αντιμετωπιστούν αφετέρου πώς δεν θα εμφανιστούν ξανά στο δρόμο μας, ως αναπτυξιακό τροχοπέδη.Τα προβλήματα και τα ανοικτά μέτωπα για τον τόπο μας είναι ουκ ολίγα, έχουν επισημανθεί ουκ ολίγες φορές και σε αυτές τις αράδες.

Μείζον θέμα για την ανάπτυξη του νομού η ανατολική πρόσβαση της σήραγγας Τυμφρηστού, το οδικό δίκτυο με κορωνίδα το δρόμο των Αγράφων, η τριτοβάθμια εκπαίδευση, ο ΧΥΤΑ, τα αιολικά πάρκα, ο εκσυγχρονισμός του χιονοδρομικού κέντρου, η προστασία του περιβάλλοντος και η αξιοποίηση της λίμνης των Κρεμαστών και τόσα άλλα. Και παράλληλα άλλες τόσες οι αφορμές για προβληματισμό όπως η έλλειψη παραγωγικών μονάδων, η ανεργία, η μη ισόρροπη ανάπτυξη, τα χωριά και τα σχολειά που ερήμωσαν ή το ότι η ευρύτερη περιοχή του Καρπενησίου, η μόνη στην οποία υπάρχει οικονομική δραστηριότητα και παρατηρείται ανάπτυξη, τείνει να μετατραπεί σε μονοδιάστατο κέντρο παροχής υπηρεσιών.

Τα παραπάνω θέματα είναι σαφές πως δεν απαιτούν απλώς επισήμανση και διαχείριση. Απαιτούν λύσεις και αποφάσεις εντός ενός συγκροτημένου, συνολικού, ρεαλιστικού και μακρόπνοου στρατηγικού αναπτυξιακού σχεδιασμού, ο οποίος όμως σήμερα απουσιάζει από την Ευρυτανία. Και απουσιάζει διότι πρωτίστως δεν έχουμε καταλήξει στο ποια αναπτυξιακή ταυτότητα θέλουμε. Τι Καρπενήσι και τι Ευρυτανία θέλουμε; Θέλουμε μια περιοχή επικεντρωμένη μονοδιάστατα στον τουρισμό; Θέλουμε ένα κέντρο έρευνας και εκπαίδευσης στο χώρο της δασοπονίας-δασολογίας και του φυσικού περιβάλλοντος; Θέλουμε μια εστία παιδείας-πολιτισμού; Θέλουμε έναν πυρήνα εναλλακτικής-παραδοσιακής επιχειρηματικότητας; Θέλουμε όλα αυτά μαζί ή κάτι άλλο;Να υποθέσουμε πως θέλουμε έναν νομό με έμφαση στην τουριστική ανάπτυξη, ένας χαρακτήρας άλλωστε που την τελευταία 15ετία έχει εν πολλοίς διαμορφωθεί.

Να δημιουργήσουμε όμως συνθήκες και προϋποθέσεις για ορθολογική τουριστική ανάπτυξη που θα έχει διάρκεια. Αυτό προαπαιτεί κατ΄ αρχάς υποδομές και εν συνεχεία προσαρμογή στα νέα δεδομένα της τουριστικής αγοράς που θέλει την παροχή πολλών ‘’προϊόντων΄΄ και ‘’υπηρεσιών’’. Χειμερινός τουρισμός, θρησκευτικός, συνεδριακός, αθλητικός και τόσες άλλες εκφάνσεις του που η περιοχή μας μπορεί να αξιοποιήσει συστηματικά και όχι αποσπασματικά. Όπως και τόσα άλλα συγκριτικά πλεονεκτήματα που μπορεί να αξιοποιήσει πάντα στο πλαίσιο της προαναφερθείσας προτεραιότητας, όπως η ιστορία, η παιδεία και ο πολιτισμός. Ή τόσα άλλα μέρη, το κάθε ένα με τη δική του ιδιαιτερότητα, που μπορεί να προσδώσει το ξεχωριστό του χαρακτηριστικό στη σύνθεση του τουριστικού καμβά της Ευρυτανίας. Αυτά μόνο για τον τουρισμό.

Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά για οποιαδήποτε άλλη προτεραιότητα και αν επιλεγεί για την Ευρυτανία.Δεν έχουμε αποφασίσει ποιον αναπτυξιακό χαρακτήρα θέλουμε για τον τόπο μας, ώστε εν συνεχεία να θέσουμε συγκεκριμένους στόχους, να διαμορφώσουμε στρατηγικό σχεδιασμό, να καθορίσουμε βήματα και δράσεις, να καταρτίσουμε μελέτες και προτάσεις, να αξιοποιήσουμε τις ευρω-ευκαιρίες και να τα υλοποιήσουμε ή διεκδικήσουμε συγκεκριμένα, με σαφήνεια και ενότητα. Ειδάλλως θα βουλιάζουμε στο τέλμα των αναποτελεσματικών σπασμωδικών κινήσεων και θα αρκούμαστε στα ‘’καθρεφτάκια για τους ιθαγενείς’’ που θα μας μοιράζουν οι εκάστοτε περιοδεύοντες υπουργοί. Από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα μπορεί να θεωρηθεί η κατασκευή της σήραγγας του Τυμφρηστού, του μεγαλύτερου έργου υποδομής που έγινε στην Ευρυτανία και το οποίο παραμένει ‘’τυφλό’’ και περιορισμένης λειτουργικότητας, εξαιτίας της απουσίας ύπαρξης ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου. Ενός σχεδίου που θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ αν θέλουμε να μιλάμε για ορθολογική ανάπτυξη και δεν θέλουμε να χάσουμε νέες ευκαιρίες. Και η ευθύνη για την κατάρτιση αυτού βαραίνει περισσότερο τις πλάτες των τοπικών φορέων.

Η αναπτυξιακή ταυτότητα της Ευρυτανίας

Του Βαγγέλη Πλάκα
(Ιούνιος 2005)

Στις 5 Μαρτίου 2004, δύο 24ωρα πριν τις εθνικές εκλογές, ο Κώστας Καραμανλής μιλάει στο Καρπενήσι σε μια συμβολική πολιτική κίνηση, θέλοντας έτσι να σηματοδοτήσει το ενδιαφέρον του για την περιφέρεια. Στην ομιλία του αναφέρεται μεταξύ άλλων στην ολοκλήρωση των οδικών υποδομών που λείπουν από το νομό και αποτελούν κεντρικό εργαλείο ανάπτυξης αλλά και σε μέτρα που θα εφαρμοστούν για την προσέλκυση τουρισμού στην Ευρυτανία σε 12μηνη βάση αναφέροντας συγκεκριμένα διαστάσεις του όπως ο αθλητικός, ο οικολογικός, ο αγροτουρισμός, ο χειμερινός κλπ.

Λίγες ημέρες μετά, στις 28 Απριλίου, η στήλη σημειώνει χαρακτηριστικά σχολιάζοντας τα περί τουριστικής ανάπτυξης: "μπορεί πολλοί να μη μπορούν ή να μην ενδιαφέρονται να δουν πίσω από την πρόσκαιρη, μονοδιάστατη και σε πρόχειρα στηρίγματα ανάπτυξη που παρουσιάζει η πέριξ του Καρπενησίου περιοχή -κυρίως λόγω της τουριστικής "έκρηξης" των τελευταίων χρόνων. Όμως η έλλειψη συγκεκριμένου, μακροχρόνιου και ορθολογικού σχεδιασμού από την κεντρική διοίκηση, η απουσία υποδομών, η αποσπασματική ή λαθεμένη αξιοποίηση των φυσικών πλεονεκτημάτων της περιοχής έχει οδηγήσει την Ευρυτανία σε ένα αναπτυξιακό μοντέλο που δεν διανοίγει προοπτικές, είναι κοντόφθαλμό και βραχυπρόθεσμων ωφελειών και επομένως και αποτελεσμάτων και εκ των πραγμάτων δεν οδηγεί πουθενά και με μαθηματική βεβαιότητα έχει ημερομηνία λήξης".

Στις 3 Νοεμβρίου του ίδιου έτους επανερχόμαστε στο θέμα και βλέποντάς το ως τον κεντρικότερο πυλώνα της οικονομικής ανάπτυξης σημειώναμε την ανάγκη ολοκλήρωσης μιας σειράς δομών και υποδομών απαραίτητων και υποστηρικτικών προς την τουριστική ανάπτυξη: "Λίγες προτάσεις όπως οι τοπικοί φορείς της καταθέτουν. Δημιουργία οδικών και μεταφορικών υποδομών, ένταξη του νομού στη Δ' ζώνη κινήτρων του αναπτυξιακού νόμου, ίδρυση πανεπιστημιακής σχολής στο Καρπενήσι, αξιοποίηση στους τομείς της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας των φυσικών πλεονεκτημάτων της περιοχής, συστηματική τουριστική και ιστορική ανάδειξη και προβολή, στήριξη δημιουργίας πρότυπων και εναλλακτικών μορφών κτηνοτροφίας, γεωργίας και ιχθυοκαλλιέργειας, ανάπτυξη μεταποιητικού τομέα γύρω από τοπικά προϊόντα, οργανωμένο άνοιγμα σε νέες αγορές τουρισμού όπως ο προσκυνηματικός, ο συνεδριακός κ.ά. για τουριστική κίνηση σε 12μηνη και όχι εποχιακή βάση, περαιτέρω ανάπτυξη του χιονοδρομικού κέντρου κλπ".

Στις 6 Ιουλίου 2005 η στήλη, με αφορμή τη διοργάνωση του 2ου Παγκόσμιου Συνεδρίου Ευρυτάνων, θα επαναλάβει για πολλοστή φορά την ανάγκη για έναν συνολικό στρατηγικό σχέδιο τουριστικής ανάπτυξης, βασισμένο στην παιδεία και τον πολιτισμό του τόπου.

Τα συμπεράσματα του Παγκόσμιου Συνεδρίου Ευρυτάνων μόνο ικανοποίηση μπορούν να προκαλέσουν. Και αυτό διότι οι συμμετέχοντες εντόπισαν αφενός αυτήν την ανάγκη αφετέρου έθεσαν την εν λόγω ανάγκη ως προτεραιότητα.

Θα σταθούμε στην εξής αναφορά που έρχεται να δικαιώσει και να ικανοποιήσει όχι τη στήλη αλλά τις μελλοντικές ανάγκες του τόπου : "Η μέχρι τώρα επιτευχθείσα τουριστική ανάπτυξη περιέχει σημαντικά στοιχεία ορθολογικής αξιοποίησης των πόρων του νομού, ωστόσο, χρειάζεται άμεσα ο επαναπροσδιορισμός των στόχων για την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, την ποιοτική αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος, αλλά και την αναβάθμιση των τουριστικών υποδομών μας. Προς τούτο ο θεματικός τουρισμός (εναλλακτικός τουρισμός) είναι μονόδρομος και ιδιαίτερα οι μορφές εκείνες (οικοτουρισμός, χειμερινός, περιπέτειας, φυσιολατρικός, υγείας, περιηγητικός, εκπαιδευτικός κλπ) που εξασφαλίζουν βιώσιμη ανάπτυξη και επενδύσεις μικρής κλίμακας που δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον, το βασικότερο στοιχείο αειφορίας". Μεταξύ άλλων υπογραμμίζεται και η ανάγκη δημιουργίας υποδομών και ισόρροπης ανάπτυξης, η δημιουργία μουσείου, η ανάγκη προστασίας και ανάδειξης των πολιτιστικών μνημείων και εν συνεχεία τουριστικής τους αξιοποίησης και η αξιοποίηση τοπικών προϊόντων -γεωργικών και κτηνοτροφικών.

Το συνέδριο και οι διοργανωτές του κατάφεραν να αφουγκραστούν με ακρίβεια τη σημερινή κατάσταση του νομού και να δουν με ευκρίνεια τις ανάγκες του μέλλοντος. Ο σχεδιασμός και η στόχευση, που εμπεριέχονται στα συμπεράσματα, καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό αυτές τις ανάγκες. Απομένει όμως η υλοποίηση. Και επειδή τα έως τώρα δείγματα γραφής από την κεντρική διοίκηση ασφαλώς και δεν μας ικανοποιούν και επειδή είμαστε χορτασμένοι από υποσχέσεις επιβάλλεται η δυναμική, ενωτική και συστηματική διεκδίκησή υλοποίησης του σχεδιασμού και εκπλήρωσης των στόχων τόσο από την οργανωτική επιτροπή του συνεδρίου όσο και από το σύνολο της τοπικής αυτοδιοίκησης και της τοπικής κοινωνίας.

Άδεια σχολεία

Του Βαγγέλη Πλάκα
(Αύγουστος 2004)

Θα επικαλεστούμε για άλλη μια φορά τη δύναμη των αριθμών. Οι μαθητές στα ελληνικά σχολεία μειώθηκαν την τελευταία δεκαετία κατά 160.000 σύμφωνα με στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας.

Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το μαθητικό δυναμικό της χώρας ήταν, στη σχολική χρονιά που ολοκληρώθηκε, μειωμένο κατά 3.2% σε σχέση με την προηγούμενη, με τις μεγαλύτερες μαθητικές διαρροές στα γυμνάσια και τα Τεχνικά Εκπαιδευτήρια. Οι μαθητές των γυμνασίων και λυκείων ήταν κατά 23.181 λιγότεροι το σχολικό έτος 2003/04, σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη χρονιά. Ειδικότερα, το μαθητικό δυναμικό των γυμνασίων μειώθηκε σε ποσοστό 3,3%, ήτοι 11.150 μαθητές, ενώ η αντίστοιχη μείωση στα ΤΕΕ έφτασε το 6,6%, δηλαδή 9.717 μαθητές.

Αντίθετα μια μικρή αύξηση παρουσίασε, κατά 0.9%, ο σχολικός πληθυσμός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, η οποία σχετίζεται με το μεγάλο αριθμό των αλλοδαπών μαθητών. Συγκεκριμένα οι μαθητές αυξήθηκαν κατά 7.252. Η μείωση του αριθμού των μαθητών συνεπάγεται και τη μείωση του αριθμού των σχολικών μονάδων. Λιγότερες κατά 0.5% στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση (62 σχολεία λιγότερα) και κατά 8% στη δευτεροβάθμια (311 σχολεία λιγότερα).

Η εικόνα στην Ευρυτανία είναι λίγο-πολύ γνωστή. Ο νομός είναι τελευταίος πανελλαδικά σε ότι αφορά την αναλογία μαθητών επί του πληθυσμού.

Στα δημοτικά αναλογούν 29 μαθητές ανά 1000 κατοίκους, όταν ο πανελλαδικός μέσος όρος ανέρχεται στους 59 και στα γυμνάσια και λύκεια αντιστοιχούν 37 ανά 1000 κατοίκους με τον μέσο όρο της χώρας να είναι 68. Όλοι επίσης γνωρίζουν πως οι μαθητές μειώνονται διαρκώς και τα σχολεία στα χωριά κλείνουν το ένα μετά το άλλο καθώς δεν υπάρχουν παιδιά να φοιτήσουν.

Περιφερειακή Ανάπτυξη

Του Βαγγέλη Πλάκα
(Ιούνιος 2004)

Μια από τις βασικές προεκλογικές εξαγγελίες της Νέας Δημοκρατίας ήταν η ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη. Τόσο σε ότι αφορά κέντρο και περιφέρειας, όσο και αυτήν μεταξύ νομών της ίδιας περιφέρειας. Το ενδιαφέρον του άλλωστε για την περιφέρεια και την "ξεχασμένη" Ελλάδα ο πρωθυπουργός το έδειξε και με την επιλογή του να επισκεφθεί την προεκλογική περίοδο πολλά ακριτικά μέρη και μειονεκτούσες περιοχές της πατρίδας και ειδικά την τελευταία ημέρα της να βρεθεί και στην Ευρυτανία. Και είναι αλήθεια πως μεγάλο μέρος των κατοίκων της περιφέρειας τον εμπιστεύτηκαν και πίστεψαν στην δέσμευση αυτή ελπίζοντας πως επιτέλους κάτι θα αλλάξει προς το καλύτερο για την εν πολλοίς παραμελημένη περιφέρεια -ειδικά στην Ελλάδα των Ολυμπιακών Αγώνων.

Το χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων παρατηρείται στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας. Οι στατιστικοί δείκτες παρουσιάζουν για την περιφέρεια μια πλαστή εικόνα. Την παρουσιάζουν ως την πλέον πλούσια περιφέρεια της χώρας, εξαιτίας κυρίως της βιομηχανικής δραστηριότητας που συγκεντρώνεται στο νομό Βοιωτίας και δευτερευόντως στους νομούς Εύβοιας και Φθιώτιδας, την ώρα που στους κόλπους της περικλείει νομούς με υψηλή ανεργία, αποβιομηχάνιση και κατοίκους με εισοδήματα κατά πολύ πιο περιορισμένα από τον μέσο όρο της που ανακοινώνεται.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας το κατά κεφαλήν ΑΕΠ που αντιστοιχεί σε κάθε κάτοικο της Ευρυτανίας βρίσκεται στα επίπεδα των μόλις 9000 ευρώ (επί πραγματικού πληθυσμού)! Ο νομός θεωρείται ο φτωχότερος της χώρας συμμετέχοντας κατά μόλις 0,2% στη διαμόρφωση του εθνικού ΑΕΠ. Ωστόσο σύμφωνα με νέους "λογιστικούς" υπολογισμούς, η Ευρυτανία εμφανίζει εντυπωσιακή αναβάθμιση της θέσης της αναφορικά με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (12.900 ευρώ) καθώς πλέον οι αναγωγές γίνονται επί του μόνιμου πληθυσμού, διαμορφώνοντας μια νέα εικόνα, διαφορετική της πραγματικής και που σε κάθε περίπτωση καθιστά αδύνατες τις συγκρίσεις.

Την ίδια ώρα το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, που είναι το υψηλότερο σε όλη τη χώρα, ανήλθε για το 2002 στα 18.431 ευρώ (σε σχέση με το ΑΕΠ του 2001 που ήταν 16.999 ευρώ). Η Περιφέρεια βρίσκεται στην πρώτη θέση στην κατάταξη των περιφερειών, με 144% του εθνικού μέσου όρου ενώ σε επίπεδο Ε.Ε. αν και το κατά κεφαλή προϊόν της Ελλάδας αντιστοιχεί στο 73.7% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό της Περιφέρειας αντιστοιχεί στο 104%

Έτσι όμως το σύνολο της Περιφέρειας τίθεται εκτός των περιοχών του Στόχου 1 του Δ' ΚΠΣ καθώς η προϋπόθεση είναι το ΑΕΠ να είναι χαμηλότερο του 75% της Ε.Ε. και έτσι δεν θα τις καταμεριστούν τα κονδύλια που θα έπρεπε να τις αναλογούν και είναι απαραίτητα για την ανάπτυξή της.

Η παράθεση όλων αυτών των στοιχείων γίνεται για να καταδειχθεί μια μεγάλη αδικία που υφίσταται η περιφέρεια και ειδικά ο νομός Ευρυτανίας. Διότι αν και στατιστικά, στα λογιστικά βιβλία των οικονομικών επιτελείων Αθηνών και Βρυξελών, η Περιφέρεια εμφανίζεται ως η πλουσιότερη της χώρας και ο νομός Ευρυτανίας να καταλαμβάνει τη 10η θέση με ΑΕΠ 108% του εθνικού μέσου όρου, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Διότι μιλάμε για μια περιφέρεια και ειδικά έναν νομό με πολλά προβλήματα και πιεστικές ανάγκες. Η Ευρυτανία, έχασε πολλές ευκαιρίες από το Γ ΚΠΣ. Δεν πρέπει να χάσει και άλλες από το Δ ΚΠΣ. Η κυβέρνηση οφείλει να ανταποκριθεί στα αιτήματα των τοπικών φορέων που βρίσκονται επί τούτου σε κινητικότητα και να βρει την -ομολογουμένως δύσκολη- διέξοδο στο πρόβλημα. Να κάνει πράξεις τις προεκλογικές τις δεσμεύσεις και να στηρίξει, είτε δίνοντας το σχετικό αγώνα στην Ε.Ε. για την άρση της αδικίας και την εύρεση λύσης, είτε να καλύψει τα κενά με γενναίες χρηματοδοτήσεις από εθνικούς πόρους για την ανάπτυξη της περιοχής. Ειδάλλως θα έχει φανεί ανακόλουθη, αδιαφορώντας και αυτή όχι μόνο για την τήρηση των προεκλογικών της δεσμεύσεων αλλά και για τα πραγματικά προβλήματα, προτιμώντας την επίπλαστη εικόνα της "δημιουργικής λογιστικής" που τόσο πολέμησε. Ιδού η Ρόδος…

Υψηλές προσδοκίες και ευθύνες

Του Βαγγέλη Πλάκα
(Απρίλιος 2004)

Γράφαμε την προηγούμενη εβδομάδα για τις υψηλές προσδοκίες που έχει η Ευρυτανία από τη νέα κυβέρνηση. Πολλοί παράγοντες συγκλίνουν προς αυτό όπως το ότι ο νέος πρωθυπουργός επέλεξε να επισκεφθεί το Καρπενήσι την τελευταία ημέρα της προεκλογικής περιόδου ώστε να σηματοδοτήσει έτσι το ενδιαφέρον του για τις ξεχασμένες περιοχές και ότι προτεραιότητα της πολιτικής του είναι η περιφερειακή ανάπτυξη.

Τις προσδοκίες αυξάνει και το ότι ο μοναδικός τοπικός βουλευτής ανήκει στην κυβερνώσα παράταξη, μπορώντας έτσι αποτελεσματικότερα να προωθεί ζητήματα και αιτήματα στα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Βεβαίως στη νέα Βουλή που αύριο ανοίγει επισήμως την αυλαία της η Ευρυτανική εκπροσώπηση είναι αυξημένη κάτι που δημιουργεί αν μη τι άλλο περισσότερες ελπίδες για αυξημένο ενδιαφέρον για τον νομό μας. Πλην του βουλευτή του νομού Δημ. Τσιαμάκη, ρίζες στην Ευρυτανία έχουν τρεις υπουργοί : ο υπουργός Μεταφορών-Επικοινωνιών Μιχάλης Λιάπης, ο υπουργός Εργασίας Πάνος Παναγιωτόπουλος και ο υφυπουργός Αθλητισμού Γιώργος Ορφανός και τέσσερις βουλευτές ο Θανάσης Μπούρας (υπόλοιπο Αττικής), ο Μάριος Σαλμάς και ο Χρήστος Βερελής από το ΠΑΣΟΚ (Αιτωλοκαρνανίας) και ο Ηλίας Καλλιώρας (Φθιώτιδα).

Η Ευρυτανία έχει πολλά προβλήματα που χρήζουν άμεσης λύσης όπως η έλλειψη οδικών υποδομών, η αποβιομηχάνιση και η ανεργία και πολλά ζητήματα που σχετίζονται με την μελλοντική αναπτυξιακή της πορεία και πρέπει να δρομολογηθούν άμεσα όπως οι πόροι του Δ ΚΠΣ, ο αναπτυξιακός νόμος, η τουριστική αξιοποίηση, η δημιουργία των αιολικών πάρκων, η περιβαλλοντική προστασία και ανάπτυξη, η ίδρυση νέων σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η ανατολική πρόσβαση της σήραγγας του Τυμφρηστού και τόσα άλλα.

Πολλά προβλήματα αλλά και πολλά όσα περιμένει η Ευρυτανία, ειδικά μετά τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις του Κώστα Καραμανλή την 5η Μαρτίου στο Καρπενήσι.

Εκείνη την ημέρα ο πρωθυπουργός δεσμεύθηκε για την ολοκλήρωση του σχολικού συγκροτήματος στο Προφήτη Ηλία, την αναβάθμιση και ανεξαρτητοποίηση του ΤΕΙ Καρπενησίου και την ίδρυση δύο νέων τμημάτων, Τουριστικών Επαγγελμάτων και Τεχνολόγων Γεωπονίας και την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου Σχεδίου Ανάπτυξης για την Ευρυτανία που θα έχει ως στόχο τον τερματισμό της απομόνωσης του νομού και θα περιλαμβάνει κυρίως νέες υποδομές και αξιοποίηση και ανάπτυξη του τουρισμού. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στην ολοκλήρωση της ε.ο. Λαμίας, Καρπενησίου, Αγρινίου, την ασφαλτόστρωση του επαρχιακού δικτύου του νομού, με προτεραιότητα το δρόμο των Αγράφων, την ολοκλήρωση των επενδύσεων για την ενεργειακή επάρκεια του νομού και την ηλεκτροδότηση των απομακρυσμένων οικισμών και την προσέλκυση τουρισμού σε 12μηνη βάση (αθλητικός, οικολογικός, αγροτουρισμός, χειμερινός τουρισμός κλπ).

Η καταγραφή των δεσμεύσεων όχι βεβαίως για υπενθύμιση αλλά για στενή παρακολούθηση της υλοποίησής τους.

Πανεπιστήμιο στο Καρπενήσι

Του Βαγγέλη Πλάκα
(Δεκέμβριος 2003)

Τον Μάιο του 2002 ο πρωθυπουργός ανακοίνωνε επισήμως από τη Λαμία τη δημιουργία Πανεπιστημίου Στερεάς Ελλάδας με έδρα την πρωτεύουσα του νομού Φθιώτιδας. Περίπου έναν χρόνο αργότερα, το περασμένο καλοκαίρι, εγκαταστάθηκε η Διοικούσα Επιτροπή του νέου Πανεπιστημιακού Ιδρύματος ενώ πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκε και το γνωστικό αντικείμενο της πρώτης σχολής, η οποία και θα σηκώσει από το νέο ακαδημαϊκό έτος την αυλαία της λειτουργίας του πανεπιστημίου.

Όλοι οι Ευρυτάνες χαιρέτησαν με ικανοποίηση την ίδρυση του πανεπιστημίου -άλλωστε τι καλύτερο από την δημιουργία άλλης μιας κοιτίδας ανώτατης μόρφωσης και ειδικά στην εν πολλοίς παραμελημένη περιφέρεια μας. Εν συνεχεία ήρθαν όμως και οι απαιτήσεις από την τοπική Ευρυτανική κοινωνία. Δήμαρχος, νομάρχης και φορείς ζητούν επιτακτικά τη δημιουργία σχολής ή έστω τμήματος του πανεπιστημίου και στο Καρπενήσι. Αίτημα εύλογο, δικαιολογημένο και δίκαιο. Την ίδρυση πανεπιστημιακού τμήματος στην περιοχή την υπαγορεύουν όχι μόνο ιστορικοί λόγοι αλλά κυρίως λόγοι ισόρροπης ενδοπεριφερειακής ανάπτυξης.

Άλλωστε και ο κ. Σημίτης ανακοινώνοντας την ίδρυση του πανεπιστημίου μιλούσε για "ίδρυση Πανεπιστημίου στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας", αναφέρονταν στην ισόρροπη χωροταξική του κατανομή και συμπλήρωνε πως η ανώτατη εκπαίδευση έχει ξεχωριστό βάρος, όχι μονάχα στην ανάπτυξη, αλλά μέσα από την ανάπτυξη και για την πορεία σύγκλισης της χώρας με τις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εν ολίγοις δηλαδή το πανεπιστήμιο θα πρέπει να αγκαλιάσει όλη την περιφέρεια και να αποτελέσει, μεταξύ άλλων, αναπτυξιακό εργαλείο και μέσο για την άμβλυνση των -αυξημένων- ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων.

Στο πλαίσιο αυτό η Ευρυτανία, ουραγός της περιφέρειας σε ότι αφορά την ανάπτυξη και που παράλληλα, εν συγκρίσει με τους λοιπούς νομούς της περιφέρειας, διαθέτει τους λιγότερους ''παραδοσιακούς'' πόλους έλξης εγχώριου κεφαλαίου όπως λ.χ. στρατόπεδα και σχολές, δικαιούται ένα πανεπιστημιακό τμήμα., στο “πρόσωπό” του οποίου βλέπει μια από τις ύστατες ευκαιρίες για ανάπτυξη. Και δεν έχει τις αντοχές και τα περιθώρια να χάσει και αυτήν.

Βεβαίως ουδείς ισχυρίζεται ότι το μεγαλύτερο βάρος δεν θα πρέπει να πέσει στην έδρα του πανεπιστημίου και της περιφέρειας, τη Λαμία. Αυτή είναι άλλωστε η έδρα, ο πυρήνας. Και οι αντιδρούντες φορείς και η αυτοδιοίκηση της Λαμίας πρέπει να αντιληφθούν την αναγκαιότητα εξακτίνωσης του πανεπιστημίου -ίσως αυτό θα γίνει πιο αντιληπτό αν προσπαθήσουν να συγκρίνουν το Ευρυτανικό αίτημα με τα δικά τους απέναντι στο υδροκέφαλο κράτος των Αθηνών. Ασφαλώς όμως οι αποφάσεις δεν πρέπει να διχάζουν ή να προκαλούν αντιπαραθέσεις μεταξύ τοπικών κοινωνιών. Οι αποφάσεις είναι πολιτικές και τη λήψη αυτών η Ευρυτανία απαιτεί ενωμένη και αποφασισμένη.

Κώδωνες και καμπάνες

Του Βαγγέλη Πλάκα
(Ιούλιος 2003)

Μπορεί η αλήθεια να μην κρύβεται πάντα πίσω από τους αριθμούς, ωστόσο τα νέα στατιστικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στις σελίδες του economics.gr, και προκύπτουν από μελέτη της ομάδας εργασίας του, οριοθετούν με σαφήνεια την οικονομική και αναπτυξιακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο νομός Ευρυτανίας.

Ο νομός παράγει μόλις το 0.2% του ακαθάριστου εγχωρίου προϊόντος, ενώ βρίσκεται στην τελευταία θέση σε όλη τη χώρα σε ότι αφορά το δηλωθέν κατ΄ άτομο εισόδημα. Μόλις 600.000 δραχμές, σχεδόν το 1/3 του εθνικού μέσου όρου, που φτάνει το 1.690.000 δραχμές. Ανάλογη και η εικόνα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, που φτάνει μόλις τα 2.9 εκατομμύρια δραχμές έναντι 4.1 εκατομμυρίων που είναι ο εθνικός μέσος όρος. Με απλά λόγια οι κάτοικοι του νομού Ευρυτανίας είναι οι πιο φτωχοί συγκριτικά με τους κατοίκους οποιουδήποτε άλλου νομού της χώρας.

Στις σελίδες της ίδιας μελέτης υπάρχουν δεκάδες άλλα στοιχεία που δείχνουν το "αναπτυξιακό έλλειμμα" της περιοχής, στοιχεία που ερμηνεύοντάς τα πολλοί θα έσπευδαν να επαναλάβουν μια προσφιλή επωδό πολιτικών και δημοσιογράφων : "κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου".

Μόνο που -δίχως η επισήμανση αυτή να σημαίνει πως η στήλη ενστερνίζεται τη δημοσιογραφική "σχολή" της υπερβολής και της κινδυνολογίας- οι εν λόγω κώδωνες έχουν από καιρό σταματήσει να ηχούν για την περιοχή και πλέον χτυπούν καμπάνες για μη αναστρέψιμη καθοδική πορεία.

Άλλωστε, οι δικές μας παρατηρήσεις μάλλον ωχριούν μπροστά σε ότι βιώνουν οι περισσότεροι πολίτες του νομού, ειδικά αυτοί που κατοικούν μακριά από το Καρπενήσι. Αυτοί είναι ίσως οι καλύτεροι για να περιγράψουν με πιο ζωντανό τρόπο το περιεχόμενο των προαναφερθέντων στοιχείων και να σκιαγραφήσουν την πραγματική εικόνα του νομού.

Δηλαδή την εικόνα που κρύβεται πίσω από την ευδαιμονία ορισμένων για την τουριστική ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων. των πολυτελών τετρακίνητων οχημάτων και των πανάκριβων ενοικιαζόμενων δωματίων του Σαββατοκύριακου. Και τελικά, την εικόνα που η κεντρική εξουσία δείχνει τις περισσότερες φορές να αγνοεί. Μόνο που, προφανώς, γνωρίζει αλλά προτιμά να εθελοτυφλεί. Ίσως διότι δεν την αγγίζει η πολιτική πίεση που μπορεί να ασκήσει το μόλις 0,2% του ελληνικού πληθυσμού που ζει στα όμορφα Ευρυτανικά βουνά. Βλέπετε, το 0.2% δεν κρίνει εκλογές.

Υποδομές Υγείας

Του Βαγγέλη Πλάκα
(Αύγουστος 2004)


Ένα από τα γνωστότερα πολιτικά πρόσωπα της Θεσσαλονίκης πέρασε κάποιο Σαββατοκύριακο του καλοκαιριού σε χωριό της Ευρυτανίας. Ένας μικροτραυματισμός σε κάποιο παραποτάμιο μονοπάτι τον οδήγησε στο Νοσοκομείο Καρπενησίου. Δίχως να επικαλεστεί την ιδιότητά του, περίμενε υπομονετικά να έρθει η σειρά του έως ότου το περιστατικό του αντιμετωπιστεί από τους γιατρούς. Αυτό που μου επισήμανε εμφανώς ικανοποιημένος μετά την επιστροφή του ήταν η ευγενική συμπεριφορά του προσωπικού, η αποτελεσματικότητα του θεράποντα γιατρού και η ευταξία και καθαριότητα των χώρων.

Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αρκετά βήματα προς την κατεύθυνση αναβάθμισης των υποδομών των μονάδων υγείας της Ευρυτανίας και κυρίως του Καρπενησίου. Απέχουν όμως ακόμη πολύ από το να φθάσουν στο επίπεδο να καλύπτουν πλήρως όλες τις ανάγκες του νομού και των διαρκώς αυξανόμενων τουριστών. Λείπουν βασικές υποδομές και απαραίτητα ιατρικά μηχανήματα, οχήματα αλλά κυρίως χρειάζεται περισσότερο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό και υποστήριξη των υποδομών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, που στο νομό υστερεί δραματικά.

Τα στοιχεία από την νεότευκτη Ένωση Ιατρών Νοσοκομείων και Κέντρων Υγείας Ευρυτανίας και από την ΠΟΕΔΗΝ είναι αποκαλυπτικά. Το νοσοκομείο Καρπενησίου, σύμφωνα με τον οργανισμό λειτουργίας του, πρέπει να διαθέτει 50 κλίνες. Ωστόσο οι απαιτήσεις έχουν οδηγήσει τους υπευθύνους στην ανάπτυξη πλέον των 60 ώστε να καλύψουν τις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες. Όπως μάλιστα λένε οι γιατροί επιβάλλεται άμεσα να αλλάξει ο οργανισμός εσωτερικής λειτουργίας του νοσοκομείου ώστε να προβλεφθούν 75 κλίνες και συνεπακόλουθα να αυξηθεί και ο προβλεπόμενος αριθμός ιατρικού και παραϊατρικού προσωπικού που θα πρέπει να υπηρετεί στο νοσοκομείο. Κάτι που και σήμερα, όπου ούτως ή άλλως ο εν λόγω προβλεπόμενος αριθμός είναι μικρότερος των πραγματικών αναγκών, δεν συμβαίνει με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σοβαρά κενά ειδικά στο νοσηλευτικό προσωπικό που καλύπτονται χάρη στις μεγάλες προσπάθειες όλων των εργαζομένων.

Υπάρχουν άλλωστε ημέρες όπου ένας γιατρός μπορεί να δει και 50 περιστατικά. Όπως μάλιστα σημειώνουν οι συνδικαλιστές σε ότι αφορά τους γιατρούς στο κάθε τμήμα πρέπει να υπηρετούν τουλάχιστον τρεις ανά ειδικότητα ώστε να υπάρχει εύρυθμη λειτουργία όλο το χρόνο, να καλύπτονται οι εφημερίες και οι άδειες. Πιο απαραίτητη είναι η άμεση κάλυψη των κενών στο γυναικολογικό, το καρδιολογικό αλλά και το ακτινολογικό τμήμα ενώ μάλλον λύση φαίνεται να δίνεται στο πρόβλημα που είχε προκύψει με τη Μονάδα Τεχνητού Νεφρού που εδώ και έναν χρόνο λειτουργούσε με μια μόλις γιατρό.

Τα προβλήματα δεν λείπουν όμως και στις υποδομές. Εν έτει 2004 σε όλο το νομό δεν υπάρχει αξονικός τομογράφος και οι ανάγκες καλύπτονται από το νοσοκομείο Λαμίας. Ενίσχυση απαιτείται και στο στόλο των ασθενοφόρων και μάλιστα και με τετρακίνητα οχήματα, ώστε να έχουν πρόσβαση και σε δύσβατες περιοχές καθ' όλη τη διάρκεια του έτους.

Το συμπέρασμα είναι πως απομένουν ακόμη να γίνουν πολλά. Ειδικά όταν τοπικοί και μη άρχοντες μιλούν πάντα για το στοίχημα της τουριστικής ανάπτυξης και αξιοποίησης. Διότι για να κρατηθεί ο τουρισμός σε βάθος χρόνοu και να μην ''ξεφουσκώσει'' χρειάζονται σύγχρονες υποδομές, σε δρόμους, μονάδες υγείας, δομές εξυπηρέτησης κλπ. Οι γιατροί και όλο το προσωπικό καταβάλουν μεγάλες προσπάθειες ώστε το νοσοκομείο να λειτουργεί με επάρκεια καταφέρνοντας μάλιστα αρκετές φορές να ξεχωρίζουν σε πανελλαδικό επίπεδο -όπως με το ορθοπεδικό τμήμα, ένα από τα καλύτερα στη δημόσια αλλά και ιδιωτική υγεία. Απομένει τώρα η πολιτική βούληση και η εφαρμογή από την κυβέρνηση όσων έχει υποσχεθεί για την παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας σε ΟΛΟΥΣ τους πολίτες.

Υπερπεριφέρεια Κεντρικής Ελλάδας και Δ ΚΠΣ

του Βαγγέλη Πλάκα
(Οκτώβριος 2005)

Η ουσιαστική πολιτική από χρόνια έχει εγκλωβιστεί πίσω από την παραπολιτική και στην εξέλιξη αυτή τα κόμματα δεν είναι άμοιρα ευθυνών. Πίσω από τη συζήτηση για τα "γαλάζια παιδιά" και τα "πράσινα καφενεία" υπάρχουν ανοικτά σημαντικά πολιτικά θέματα όπως για παράδειγμα αυτό της αξιοποίησης των πόρων του Δ ΚΠΣ που ως γνωστόν "καίει" την Ευρυτανία και την Στερεά Ελλάδα.

Έχουμε επισημάνει πολλάκις στο παρελθόν τον κίνδυνο απώλειας σημαντικών πόρων για το νομό από το Δ ΚΠΣ. Και αυτό διότι η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας εμφανίζει ΑΕΠ ίσο με τα 104.3% του μέσου κοινοτικού όρου (κατά πολύ υψηλότερο του εθνικού που είναι 73.8%) κάτι που την καθιστά αυτόματα εκτός του Στόχου 1* του Δ' ΚΠΣ. Όλοι γνωρίζουν βεβαίως πως είναι ένας δείκτης ο οποίος δεν αποτυπώνει την πραγματική οικονομική και αναπτυξιακή κατάσταση της περιφέρειας. Το ποσοστό διαμορφώνει η δευτερογενής και τριτογενής δραστηριότητα που έχει αναπτυχθεί στο νομό Βοιωτίας ως προέκταση της περιφέρειας της πρωτεύουσας. Ενδεικτικό είναι άλλωστε πως το ΑΕΠ της Βοιωτίας εμφανίζεται στο 189.2% του κοινοτικού μέσου όρου ενώ το αντίστοιχο του νομού Ευρυτανίας στο 74%. Έκθεση της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας σημειώνει πως "πρόκειται για µία κατά βάση εξωγενή ανάπτυξη, που οδηγεί αφενός σε "ευηµερία αριθµών" και συσσωρεύει αφετέρου οικονοµικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές πιέσεις και επιπτώσεις, τις οποίες καλείται να διαχειριστεί η τοπική κοινωνία της ΣτΕ. Σαν τέτοια επίπτωση θα πρέπει να λογιστεί και η πιθανή απένταξη της ΠΣτΕ από τον Στόχο της Συνοχής, και η ένταξη της στο στόχο "Περιφερειακή ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα" (Στόχος 2) των διαρθρωτικών ταµείων, εν µέσω των πλέον αναπτυγµένων Περιφερειών της Ευρώπης".

Η απόφαση της κυβέρνησης να δημιουργήσει 5 νέες υπερ-περιφέρειες, υπό την ονομασία "μείζονες αναπτυξιακές υπερπεριφέρειες" έρχεται να αποτρέψει αυτόν τον κίνδυνο, δηλαδή να χαθούν πολύτιμα ευρω-κονδύλια για τη χώρα και ειδικά για περιοχές που έχουν ιδιαίτερες ανάγκες και μένουν εκτός επιλεξιμότητας εξαιτίας του λεγόμενου "στατιστικού λάθους". Και η Στερεά Ελλάδα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων και στατιστικών παραμορφώσεων των οικονομικών δεικτών με αποτέλεσμα να ευημερεί στους αριθμούς αλλά στην πραγματικότητα να υπολείπεται σημαντικά στην ανάπτυξη -και ειδικά ο νομός μας. Στην πράξη έχει απόλυτη ανάγκη των κοινοτικών ενισχύσεων μιας και αν δεν συνυπολογιστεί το ποσοστό του ΑΕΠ του νομού Βοιωτίας το ΑΕΠ των τριών υπόλοιπων νομών δεν ξεπερνά το 80% του μέσου της Ε.Ε.

Οι υπερ-περιφέρειες θα έχουν ως μοναδική αρμοδιότητα την απορρόφηση και διαχείριση των πόρων από την 4η προγραμματική περίοδο της Ε.Ε. Οι πληροφορίες των "Ευρυτανικών Νέων" λένε πως η Στερεά Ελλάδα θα ενταχθεί στην Υπερπεριφέρεια Κεντρικής Ελλάδας με έδρα τη Λάρισα μαζί με την Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Βέβαια πρέπει να διευκρινιστεί πως η εξέλιξη αυτή δεν αυξάνει τους πόρους που θα έρθούν στη χώρα μας αλλά θα δίνει στους διοικητές των υπεριφερειών επιλογές ελεύθερης ενδοπεριφερειακής αξιοποίησης ώστε να επιτευχθεί και ο στόχος της ισόρροπης περιφερειακής ανάπτυξης και της μείωσης των περιφερειακών ανισοτήτων.

* Ο στόχος 1 υποστηρίζει την κάλυψη της οικονομικής καθυστέρησης των περιοχών που παρουσιάζουν χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Χαρακτηρίζεται ως "περιφερειακού χαρακτήρα" στο βαθμό που εφαρμόζεται σε στατιστικώς οριοθετημένα εδάφη. Είναι επιλέξιμες μόνον οι περιοχές των οποίων το κατά κεφαλή ακαθάριστο εγχώριο προϊόν είναι κατώτερο του 75% του κοινοτικού μέσου όρου. Το 70% των κονδυλίων των Διαρθρωτικών Ταμείων διατίθεται για το στόχο 1 (δηλ. 151 δισεκατομμύρια ευρώ για την περίοδο 2000 - 2006). Οι βασικές υποδομές, η αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού καθώς και οι επενδύσεις στην έρευνα, την καινοτομία και την κοινωνία της πληροφορίας είναι οι τέσσερις τομείς προτεροαιότητας των παρεμβάσεων