Sunday, April 23, 2006

Η Ευρυτανία κατά την Τουρκοκρατία και την Επανάσταση του 1821

Του Βαγγέλη Πλάκα

(εισαγωγή υπό έκδοση ιστορικού δοκιμίου για την Ευρυτανία την περίοδο της τουρκοκρατίας και της επανάστασης του 1821)

Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Η πτώση του Βυζαντίου και τα νέα δεδομένα για τον ελληνισμό

Ως ημερομηνία ορόσημο της οριστικής πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας θεωρείται η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς του Μωάμεθ του Β’ την 29η Μαϊου 1453. Η σταδιακή της εξασθένηση -που οδήγησε και στην τελική παρακμή της- είχε βέβαια ξεκινήσει αιώνες νωρίτερα με σημείο αναφοράς την άλωσή της από τους Σταυροφόρους το 1204. Η βυζαντινή αυτοκρατορία τελεί αρχικά υπό την διπλή κυριαρχία Οθωμανών και Βενετών και από τον 18ο αιώνα και εν συνεχεία μόνο των πρώτων.
Αναπόφευκτες και δραστικές οι επιπτώσεις στον Ελληνισμό επρόκειτο άλλωστε, πέρα από τα προνόμια και τις θρησκευτικές ελευθερίες που είχαν παραχωρηθεί, για σχέση κατακτητή και υπόδουλου. Φορολογία, διαφόρων ειδών καταπίεση, εξισλαμισμοί και παιδομαζώματα, πνευματικά και πολιτιστική υποβάθμιση συνθέτουν την κατάσταση που βιώνει ο υπόδουλος ελληνισμός ιδιαίτερα τον πρώτο ενάμιση αιώνα μετά την άλωση. Ωστόσο το ελληνικό στοιχείο, στοιχισμένο γύρω από την εκκλησία, θα διατηρηθεί αλλά θα καταφέρει και να αναπτυχθεί αρχής γενομένης τον 17ο και ιδιαίτερα τον 18ο αιώνα με την άνθηση γραμμάτων και τεχνών, του εμπορίου και της οικονομίας αλλά και την διείσδυσή Ελλήνων στη διοικητική μηχανή. Ο νεοελληνικός διαφωτισμός, η δράση της εκκλησίας και η διάσωση της ελληνικής ταυτότητας, η οικονομική άνθηση, η ανάπτυξη ελληνικών ένοπλων τμημάτων (αρματολοί και κλέφτες) και η εμπέδωση της ιδέας περί ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους από τον διεθνή παράγοντα ωρίμασαν και τις διαδικασίες για την εκδήλωση της απελευθερωτικής επανάστασης του 1821.

Η κατάληψη της περιοχής και τα ειδικά προνόμια
Η οθωμανική κατάληψη του Καρπενησίου και της ευρύτερης περιοχής συντελέστηκε το 1393 από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ. Ωστόσο η οθωμανική κυριαρχία δεν μπόρεσε να εδραιωθεί, ειδικά στον ορεινό όγκο των Αγράφων, κάτι που αποδίδεται και στις πολεμικές αντιμαχίες με το δεσποτάτο του Μοριά. Το 1446 ο Μουράτ ο Β’ επιστρέφοντας από την νικηφόρα μάχη του Ισθμού με τον δεσπότη Κωνσταντίνο Παλαιολόγο (10/12/1446) κατέλαβε οριστικά την περιοχή την οποία είχαν κατακτήσει έναν χρόνο πριν οι δυνάμεις του Μυστρά.
Ο Μουράτ ο Β’ αν και κατάφερε να εδραιώσει την οθωμανική επικυριαρχία δεν κατάφερε να καταλάβει τις δύσβατες περιοχές των Αγράφων. Αναγνώρισε έτσι σε αυτές διοικητική και οργανωτική αυτονομία –στο πρότυπο των αντίστοιχων συμφωνιών που είχαν συναφθεί από τα βυζαντινά χρόνια και όριζαν την μη εγγραφή των κατοίκων των Αγράφων στους φορολογικούς καταλόγους της αυτοκρατορίας . Με την εν λόγω συμφωνία ορίζονταν πως η ορεινή περιοχή έως και τη Φουρνά δεν θα εγγράφονταν στους επίσημους οθωμανικούς φορολογικούς καταλόγους όπως ότι δηλαδή συνέβαινε με κάθε περιοχή που καταλαμβάνονταν και προσαρτούνταν στην Αυτοκρατορία. Ωστόσο ο Μουράτ επέβαλε και για τα Άγραφα την καταβολή του ειδικού κεφαλικού φόρου αν και είχε συμβολικό χαρακτήρα καθώς αφενός το ύψος του ήταν ασήμαντο και στόχευε κυρίως στο να διαφανεί ότι αναγνωρίζονταν η οθωμανική αρχή αφετέρου στην πράξη ελάχιστες φορές καταβλήθηκε. Προέβλεπε ακόμη τη μη στρατολόγηση κατοίκων της περιοχής στον οθωμανικό στρατό.
Το κυριότερο όμως στοιχείο της συμφωνίας ήταν η ίδρυση του πρώτου «αρματολικιού» στον ελλαδικό χώρο. Συγκεκριμένα προβλεπόταν ο ορισμός από την οθωμανική αρχή ενός Έλληνα καπετάνιου ο οποίος θα είχε στη διάθεσή του στρατιωτική δύναμη και θα έφερε υπό την ευθύνη του την τήρηση της τάξης και τη διοίκηση της περιοχής .
Παρά τη συμφωνία των δύο πλευρών οι Οθωμανοί συνέχισαν τις προσπάθειές τους για κατάληψη του τόπου. Μια από αυτές το 1525 οπότε ο γενικός τοπάρχης της Ρούμελης εκστρατεύει από τη Λάρισα προς τα Άγραφα δίχως όμως επιτυχία. Με τη συγκατάθεση του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή υπογράφει στις 10 Μαϊου 1525 στο αγραφιώτικο χωριό Ταμάσι συνθήκη με επιτροπή τοπικών καπετάνιων, η οποία έγινε γνωστή ως η «συνθήκη του Ταμασίου» και προέβλεπε αύξηση των προνομιών για τους κατοίκους των Αγράφων. Συγκεκριμένα αναγνώριζε αυτονομία σε όλα τα χωριά των Αγράφων και διοίκηση υπό ειδικό συμβούλιο, απαγόρευε την εγκατάσταση τουρκικών οικογενειών και επέτρεπε την ελεύθερη επικοινωνία μεταξύ πεδινών και ορεινών μερών. Επέβαλε όμως την υποχρέωση πληρωμής προς την Πύλη ετήσιου φόρου –που στην πράξη και αυτός λιγοστές φορές καταβλήθηκε.
Οι κάτοικοι των Αγράφων βγήκαν εμφανώς ενισχυμένοι από την συμφωνία κάτι που εν τέλει ενδυνάμωσε τον κεντρικό ρόλο τους στην πνευματική και ένοπλη προετοιμασία της επανάστασης.

Διοικητική οργάνωση, πληθυσμός και καθημερινή ζωή
Σε ότι αφορά τη διοικητική οργάνωση οι Οθωμανοί αμέσως μετά την κατάκτηση της περιοχής ίδρυσαν την επαρχία Καρπενησίου η οποία υπάχθη στη διοικητική περιφέρεια (σαντζάκι) Τρικάλων με πρώτο διοικητή τον πιστό στρατηγό του Βαγιαζήτ, Εβρενός γνωστό και ως Γαζή. Η επαρχία Καρπενησίου το 1499 υπάχθηκε στην διοικητική περιφέρεια Ναυπάκτου όπου και παρέμεινε ως τα τέλη του 18ου αιώνα οπότε και η περιοχή περιήλθε στην επιρροή του Αλή Πασά καθεστώς που διατηρήθηκε έως τα χρόνια της επανάστασης.
Στις παραμονές της επανάστασης την ευρυτανική γη (με τα σημερινά όρια της) αποτελούσαν δύο επαρχίες, η επαρχία Καρπενησίου και η επαρχία Αγράφων. Η περιοχή των Αγράφων ήταν αδιαίρετη έως το 1833 και αποτελούνταν από περίπου 60 χωριά τα οποία εξ ημισείας ανήκαν στα γνωστά σήμερα ως Ευρυτανικά και Θεσσαλικά Άγραφα. Την επαρχία Καρπενησίου αποτελούσαν τέσσερις ομάδες χωριών (ναχιγιέδες) : τα Βλαχοχώρια, τα οποία αποτελούσαν 26 χωριά, β) τα Πολιτοχώρια αποτελούμενα από 20 χωριά, γ) τα χωριά του Σοβολάκου συνολικά 16 στον αριθμό και δ) του Αποκούρου, συνολικά 24 χωριά. Η περιοχή του Αποκούρου αναφέρεται και ως ξεχωριστή επαρχία αλλά στα χρόνια του Αλή Πασά υπάγονταν στην επαρχία Καρπενησίου.
Εκκλησιαστικά ανήκε στην επισκοπή Λιτζάς και Αγράφων η οποία είχε ως έδρα το Καρπενήσι και υπάγονταν στην Μητρόπολη Λάρισας.
Σε ότι αφορά τον πληθυσμό σύμφωνα με τον γάλλο περιηγητή Πούκεβιλ το 1810 υπήρχαν στο Καρπενήσι περί τις 1000 οικογένειες οι μισές από τις οποίες πρέπει να ήταν τουρκικές. Στις αρχές του 19ου αιώνα η Ρεντίνα και η Φουρνά είχαν περίπου 400, το Σμόκοβο 300, το Μεγάλο Χωριό, το Κρίκελο και το Μαυρίλο 150 και το Μικρό Χωριό περί τις 50. Πλην Καρπενησίου δεν υπήρχε οργανωμένος τουρκικός πληθυσμός αν και εκεί τα επόμενα χρόνια μειώθηκε δραματικά ώστε στις παραμονές της επανάστασης οι τουρκικές οικογένειες στο Καρπενήσι να μην ξεπερνούν τις 80. Την ίδια περίοδο οι ελληνικές οικογένειες στις δύο επαρχίες ανέρχονταν περί τις 9000 με τις 3222 να εντοπίζονται στην επαρχία Καρπενησίου και τις 5859 σε αυτήν των Αγράφων, από τις οποίες οι 1874 στο ευρυτανικό τομέα. Επομένως ο συνολικός πληθυσμός πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ 40 με 45 χιλιάδες ενώ αν επιχειρηθεί αναγωγή στα σημερινά διοικητικά όρια της Ευρυτανίας ο πληθυσμός πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ 15 με 20 χιλιάδες.
Οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και συναφή με αυτήν επαγγέλματα όπως το εμπόριο γαλακτοκομικών προϊόντων, σφαγίων, μαλλιού και δέρματος. Οι εμπορικές συναλλαγές γίνονταν σε οργανωμένα παζάρια στα οποία έβρισκε κανείς πέρα των παραπάνω προϊόντων προϊόντα της γης, εργαλεία, είδη οικιακής χρήσης κλπ.
Με την πάροδο των χρόνων και ειδικά μετά τον 17ο αιώνα, παράλληλα με την εντυπωσιακή πνευματικά ανάπτυξη εμφανίσθηκε και οικονομική πρόοδος. Στο Καρπενήσι και τη Φουρνά υπήρχαν εργοστάσια ξυλείας τα οποία κατασκεύαζαν βαρέλια, κουβάδες, εργαλεία και είδη οικιακής χρήσης. Στα χωριά λειτουργούσαν και νερόμυλοι για το άλεσμα. Άνθηση γνώρισε η τέχνη της μεταλλοτεχνίας η οποία εστιάστηκε στην κατασκευή εκκλησιαστικών αντικειμένων αλλά και στην κατασκευή εργαλείων όπως τσεκούρια, μαχαίρια κλπ. Σε βασικό οικονομικό-εμπορικό παράγοντα αναδείχθηκε και η υφαντουργία. Στην παραγωγή ξεχώρισαν βελέντζες, υφαντά, κάπες και κιλίμια αλλά και διακοσμητικά κεντητά και φορεσιές.
Μια ευκρινή εικόνα του Καρπενησίου του 17ου-18ου αιώνα μας δίνει ο τούρκος Εβλιά Τσελεμπί στο βιβλίο του «Ταξίδι στην Ελλάδα» : «Πρόκειται για επαρχία του νομού Ναυπάκτου (ινέμπαχτης), έχει δικαστή, νομάρχη (σαντζάκ-μπέη) και πολιτικό διοικητή. Είναι επίσης έδρα διαχειριστού, αρχηγού γενίτσαρων (σερντάρη), αγορονόμου εισπράκτορα κεφαλικού φόρου (χαράτς αγασί). Δικαστής είναι ένας από τους άρχοντες (ντεριμπέηδεες) της πόλης. Υπάρχουν πολλοί θεολόγοι. Η πόλη ολόκληρη βρίσκεται στην εξοχή και στα αμπέλια. Αποτελείται από μαχαλάδες και έχει πολυόροφα καλοχτισμένα αρχοντόσπιτα (σεράγια). Τα νερά της είναι κρυστάλλινα και υγιεινά. Έχει διοικητήριο και τέμενος με μιναρέ (μιχράπ). Έχει τζαμί που παραστέκεται στο παζάρι. Έχει τέμενος χωρίς μιναρέ (μερτζίτ) στους μαχαλάδες της, ένα ιεροδιδασκαλείο (μεντρεσέ), δημοτικό σχολείο και δύο τεκέδες. Δεν έχει αγορά αλλά μπορείς να βρεις όλα τα πολύτιμα εμπορεύματα στο παζάρι. Οι μπαχτσέδες και τα μποστάνια παράγουν αγγούρια και πολύ καλά κυδώνια. Οι ραγιάδες έχουν ρωμαίικη νοοτροπία: το σπίτι τους είναι φιλόξενο και το τραπέζι τους στρωμένο με άφθονα και καλά τρόφιμα. Οι περισσότεροι είναι έμποροι με πάρε δώσε τα λιμάνια Ναυπάκτου και Σαλώνων».

0 Comments:

Post a Comment

<< Home